- (α)μυγδαλιά
- (α)μυγδαλιάηδέντρο οι καρποί του οποίου είναι τα αμύγδαλα.μυγδαλιάηείδος φυλλοβόλου δέντρου, η αμυγδαλιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μυγδαλιά — Οικισμός (264 κάτ.) του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κλείτορος. * * * η βλ. αμυγδαλιά … Dictionary of Greek
Γιαννόπουλος, Ευάγγελος — (Μυγδαλιά Αρκαδίας 1918 –). Νομικός και πολιτικός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω, καθώς επίσης ποινικολόγος, συνταγματολόγος, αστικολόγος και εκδότης της νομικής εφημερίδας… … Dictionary of Greek
αμυγδαλιά — Καρποφόρο δέντρο της οικογένειας των ροδιδών (δικότυλα). Τυπικό μεσογειακό δέντρο, η α. είναι πιθανότατα ιθαγενής της Μ. Ασίας και φαίνεται ότι η καλλιέργειά της διαδόθηκε στις άλλες μεσογειακές χώρες από τους Έλληνες και τους Ρωμαίους. Στην… … Dictionary of Greek
Γιαννόπουλος, Θεόδωρος — (Γλανιτζιά Μυγδαλιά Αρκαδίας 1912 – 1990). Εκπαιδευτικός, συγγραφέας και λογοτέχνης. Σπούδασε παιδαγωγικά στο Διδασκαλείο Τρίπολης (Παιδαγωγική Ακαδημία) και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως δάσκαλος και επιθεωρητής δημοτικής εκπαίδευσης … Dictionary of Greek
Κλείτορος, δήμος — Νέος δήμος (2.584 κάτ.) του νομού Αρκαδίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Μυγδαλιάς, Αγριδίου, Βαλτεσινίκου, Δρακοβουνίου, Θεοκτίστου, Κερπινής, Ξηροκαριταίνης, Πουρναριάς και Πρασίνου, οι οποίες … Dictionary of Greek